- ἐμμήνων
- ἔμμηνοςlasting a monthmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρροια — ἄρροια, η (Α) περίοδος διακοπής των εμμήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρροια < ρόFος ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… … Dictionary of Greek
κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… … Dictionary of Greek
επίσχεση — η 1. συγκράτηση, παρεμπόδιση, σταμάτημα. 2. (ιατρ.), έλλειψη ή διακοπή φυσιολογικής εκροής: Επίσχεση εμμήνων. 3. (νομ.), η συνέχιση της φυλάκισης οφειλέτη ύστερα από αίτηση του δανειστή και μετά την παύση του λόγου που προκάλεσε την πρώτη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)